μογγολόμορφος

μογγολόμορφος
-η, -ο
μογγολοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μογγόλος + -μορφος (< μορφή). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”